Το WordReference δεν έχει τη δυνατότητα να μεταφράσει αυτή τη φράση, μπορείτε όμως να κάνετε κλικ σε κάθε λέξη για να δείτε τη σημασία της:

court battle


Η φράση που αναζητήσατε δεν βρέθηκε.
Η εγγραφή για τον όρο battle παρατίθεται στη συνέχεια.

Δείτε επίσης: court
  • WordReference
  • Definition
  • Synonyms
  • English Collocations

WordReference English-Greek Dictionary © 2025:

Κύριες μεταφράσεις
ΑγγλικάΕλληνικά
battle n (military combat) (στρατιωτική)μάχη ουσ θηλ
 The army lost an important battle, but won the war.
 Ο στρατός έχασε μια σημαντική μάχη, αλλά κέρδισε τον πόλεμο.
battle n figurative (dispute)διαμάχη, διένεξη ουσ θηλ
 The neighbours were in an ongoing battle over boundaries.
 Οι γείτονες βρίσκονταν σε συνεχή διένεξη για τα σύνορα.
battle n figurative (struggle) (μεταφορικά)μάχη, πάλη ουσ θηλ
  (μεταφορικά)αγώνας ουσ αρσ
 Dealing with my bipolar disorder is an ongoing battle.
 Η αντιμετώπιση της διπολικής διαταραχής είναι μία διαρκής μάχη (or: πάλη) για μένα.
 Η αντιμετώπιση της διπολικής διαταραχής είναι ένας διαρκής αγώνας για μένα.
battle n as adj (used in battle)πολεμικός επίθ
  της μάχης περίφρ
 He put on his battle armour when he heard the combat outside.
 Έβαλε την πολεμική του πανοπλία όταν άκουσε τη μάχη έξω.
battle [sb/sth] vtr (fight: person, group)πολεμάω, πολεμώ ρ μ
  (εναντίον)μάχομαι ρ μ
 They battled the enemy for two weeks.
 Πολεμούσαν τον εχθρό για δύο εβδομάδες.
battle [sth] vtr figurative (struggle against [sth](μεταφορικά)πολεμάω, πολεμώ ρ μ
  αγωνίζομαι κατά ρ αμ + πρόθ
 He's battling cancer.
 Πολεμάει τον καρκίνο.
 Αγωνίζεται κατά του καρκίνου.
battle vi (engage in combat)πολεμάω, πολεμώ ρ αμ
 They battled there for two weeks and destroyed much of the city.
 Πολέμησαν εκεί για δύο εβδομάδες εκεί και κατέστρεψαν μεγάλο μέρος της πόλης.
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.

WordReference English-Greek Dictionary © 2025:

Σύνθετοι τύποι:
ΑγγλικάΕλληνικά
battle against [sth] vi + prep figurative (strenuously oppose) (μεταφορικά: με γενική)πολεμώ κατά, μάχομαι κατά, αγωνίζομαι κατά ρ αμ + πρόθ
  πολεμώ ρ μ
  μάχομαι εναντίον ρ αμ + επίρ
  μάχομαι ενάντια σε περίφρ
 He battled in vain against the factory closures.
battle against [sb] vi + prep figurative (strenuously oppose) (μεταφορικά: με γενική)πολεμώ κατά, μάχομαι κατά, αγωνίζομαι κατά ρ αμ + πρόθ
  πολεμώ ρ μ
  μάχομαι εναντίον ρ αμ + επίρ
  μάχομαι ενάντια σε περίφρ
 Ed Miliband battled against his brother David for leadership of the Labour party.
battle cruiser n (warship)θωρηκτό, πολεμικό πλοίο ουσ ουδ
 Japan sent the battle cruiser Naniwa to Honolulu.
battle cry n (soldiers' rallying call)πολεμική ιαχή, πολεμική κραυγή επίθ + ουσ θηλ
 The general rallied his men to the battle cry, "Remember the Alamo!"
battle cry n figurative (rallying slogan)σύνθημα ουσ ουδ
  σλόγκαν ουσ ουδ άκλ
 The senator is raising the battle cry for state tax reform.
battle fatigue n (stress reaction to warfare)μετατραυματικό σύνδρομο στρες έκφρ
 They used to call it battle fatigue, now they call it Post-Traumatic Stress Disorder (PTSD).
battle flag n (leads soldiers into battle)σημαία ουσ θηλ
battle front n (war: front line of fighting)πρώτη γραμμή της μάχης ουσ θηλ
 It was over a year before he was well enough to return to the battle front.
battle gear n (armor)εξοπλισμός μάχης περίφρ
battle hymn n (song glorifying a military group)πολεμικό τραγούδι ουσ ουδ
  (ποιητικό)θούριος ουσ αρσ
battle it out v expr informal (compete)αγωνίζομαι, συναγωνίζομαι ρ αμ
 Todd and Tina usually don't compete, but this time they battled it out.
battle line (warfare) (πόλεμος)η γραμμή του μετώπου φρ ως ουσ θηλ
  μέτωπο ουσ ουδ
battle royal n UK (wrestling: elimination match) (πάλη)προκριματικός αγώνας επίθ + ουσ αρσ
battle royal n (dispute, fight)καυγάς, τσακωμός ουσ αρσ
  συμπλοκή ουσ θηλ
battle royal n (fight: many participants)καυγάς, τσακωμός ουσ αρσ
  συμπλοκή ουσ θηλ
battle wound n (injury sustained in warfare)τραυματισμός σε μάχη περίφρ
  τραύμα μάχης περίφρ
 The battle wound he sustained led to his death.
battle-hardened adj (having war experience)σκληροτράχηλος επίθ
  που έχει εμπειρία στον πόλεμο περίφρ
battle-scarred adj (with old wounds from combat)που έχει σημάδια από τις μάχες περίφρ
  σημαδεμένος μτχ πρκ
battle-scarred adj figurative (traumatized)βασανισμένος μτχ πρκ
  (μεταφορικά)σημαδεμένος μτχ πρκ
battleax (US),
battleaxe,
battle-axe (UK)
n
(hacking weapon)πολεμικό τσεκούρι επίθ + ουσ ουδ
  (λόγιος)πέλεκυς ουσ αρσ
battleax (US),
battleaxe,
battle-axe (UK)
n
figurative, pejorative, slang (nagging woman) (καθομιλουμένη: υβριστικό)σκύλα, στρίγγλα ουσ θηλ
  μέγαιρα ουσ θηλ
do battle v expr (fight, struggle)δίνω μάχη έκφρ
 We are going to do battle with the board of education on the teacher hiring freeze.
do battle with [sth] v expr (struggle or fight against)παλεύω με κτ ρ αμ + πρόθ
  αντιμετωπίζω, μάχομαι ρ αμ
 He did battle with lung cancer for years before succumbing.
fight a losing battle v expr figurative (have little chance of success)κτ είναι χαμένος κόπος, κτ είναι άδικος κόπος έκφρ
  αγωνίζομαι μάταια ρ αμ + επίρ
 The union is fighting a losing battle; management is going to outsource their jobs.
 Ο αγώνας του συνδικάτου είναι άδικος κόπος. Η διοίκηση θα αναθέσει τη δουλειά τους σε εξωτερικούς συνεργάτες.
losing battle n figurative (attempt doomed to failure)χαμένη προσπάθεια επίθ + ουσ θηλ
order of battle n (military plan of action)διάταξη μάχης ουσ θηλ
pitched battle n (warfare at agreed time)προκαθορισμένη σύρραξη επίθ + ουσ θηλ
pitched battle n figurative (intense fight, struggle) (μεταφορικά)έντονος καυγάς ουσ αρσ
 Jeff and Margaret's divorce turned into an ugly pitched battle.
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.

Συζητήσεις του φόρουμ με τη λέξη/φράση court battle στον τίτλο:

  • Go to Preferences page and choose from different actions for taps or mouse clicks.
Δείτε την αυτόματη μετάφραση του Google Translate για τον όρο «court battle».

Σε άλλες γλώσσες Ισπανικά | Γαλλικά | Ιταλικά | Πορτογαλικά | Ρουμανικά | Γερμανικά | Ολλανδικά | Σουηδικά | Ρωσικά | Πολωνικά | Τσέχικα | Τούρκικα | Κινέζικα | Ιαπωνικά | Κορεατικά | Αραβικά

Advertisements
Advertisements
Αναφορά ακατάλληλης διαφήμισης
WordReference.com
WORD OF THE DAY
GET THE DAILY EMAIL!